- εξανθηματικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στα εξανθήματα, που εκδηλώνεται με εξανθήματα: Εξανθηματικός τύφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξανθηματικός — ή, ο [εξάνθημα] 1. αυτός που αναφέρεται στο εξάνθημα 2. αυτός που εκδηλώνεται ή εμφανίζεται με εξανθήματα («εξανθηματικός πυρετός, τύφος» κ.λπ.) … Dictionary of Greek
τύφος — ο / τῡφος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τυφός Α νεοελλ. 1. ιατρ. ονομασία διαφόρων λοιμωδών παθήσεων, όπως είναι ο εξανθηματικός τύφος, οι υπόστροφοι πυρετοί ή υπόστροφοι τύφοι, ο κοιλιακός τύφος ή τυφοειδής πυρετός κ.ά. 2. (κτην.) κοινή ονομασία διαφόρων… … Dictionary of Greek
τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… … Dictionary of Greek
τσουτσουγκαμούσι — το, Ν άκλ. ιατρ. εμπύρετο λοιμώδες νόσημα, εξανθηματικός πυρετός, που οφείλεται στη Rickettsia tsutsugamushi και μεταδίδεται με το τσίμπημα τών ακάρεων Trombicula akamushi και Trombicula delhiensis. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπ. tsutsugamushi «επικίνδυνο… … Dictionary of Greek
τυφώδης — ες / τυφώδης, ῶδες, ΝΑ [τῡφος] 1. (για πυρετό) όμοιος με τύφο, τυφοειδής 2. αλαζονικός, υπεροπτικός νεοελλ. φρ. «τυφώδης κατάσταση» ιατρ. κατάσταση ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε βαριά λοιμώδη νοσήματα, όπως είναι κατ εξοχήν ο… … Dictionary of Greek
παρασιτοκτονία — Η καταστροφή των πολυκύτταρων ζωικών οργανισμών που είναι βλαβεροί για τον άνθρωπο, είτε αυτοί οι ίδιοι είτε ως φορείς ασθενειών. Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του οργανισμού· στην πρώτη περίπτωση η π. συμπίπτει με… … Dictionary of Greek
ψείρες — (φθείρες). Έντομα της τάξης των ανοπλούρων της οικογένειας των φθειριδών, που περιλαμβάνει αιματοφάγα εξωπαράσιτα του ανθρώπου και των πιθήκων. Το κεφάλι δεν έχει oφθαλμίδια και τα στοματικά όργανα είναι δηκτικού και μυζητικού τύπου. Ο θώρακας,… … Dictionary of Greek
τετάρτη — η 1. η ημέρα της εβδομάδας Τετάρτη, μετά την Τρίτη και πριν την Πέμπτη. 2. διάστημα τεσσάρων βαθμίδων στη διατονική κλίμακα της μουσικής. 3. εξανθηματικός πυρετός, με συμπτώματα παρόμοια αυτών της οστρακιάς. 4. τέσσερα τραπουλόχαρτα του ίδιου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)